- καλτσώνω
- -ωσα, -ώθηκα, καλτσωμένος, βάζω σε κάποιον τις κάλτσες: Κάλτσωσε το παιδί.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
καλτσώνω — [κάλτσα] φορώ σε κάποιον κάλτσες … Dictionary of Greek
κάλτσωμα — το [καλτσώνω] η ενέργεια τού καλτσώνω, τό να βάζει ένας κάλτσες σε κάποιον ή να φορεί ο ίδιος κάλτσες … Dictionary of Greek
ακάλτσωτος — η, ο (και ακάρτσωτος, η, ο) [καλτσώνω] 1. αυτός που δεν φοράει κάλτσες, ξεκάλτσωτος 2. συνεκδ. ο ξυπόλυτος, ο πάμφτωχος 3. (πτηνό) που δεν έχει πούπουλα στα πόδια «κότα ακάλτσωτη» … Dictionary of Greek
ξεκαλτσώνω — βγάζω τις κάλτσες. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καλτσώνω] … Dictionary of Greek